- χεροβολιάζω
- μετ. вязать в снопы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χεροβολιάζω — Ν βλ. χειροβολιάζω … Dictionary of Greek
χεροβολιάζω — χεροβόλιασα, σχηματίζω χερόβολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροβολιάζω — και χεροβολιάζω Ν [χειρόβολο] 1. πιάνω με το χέρι 2. κάνω χειρόβολα, δέσμες από στάχια … Dictionary of Greek
φουχτώνω — φούχτωσα, φουχτώθηκα, φουχτωμένος, και χουφτώνω χούφτωσα, χουφτώθηκα, χουφτωμένος, μτβ., αρπάζω κάτι με τη φούχτα, με την παλάμη, χεροβολιάζω: Φούχτωσε το σακουλάκι κι έφυγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)